- ενιπλήσσω
- ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. τού ἐμπλήσσω)1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)2. πλήττω, χτυπώ3. επιτίθεμαι, εφορμώ4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοιεμπελάσαντες, πλησιάσαντες».
Dictionary of Greek. 2013.